- λιβάδι
- Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο.
Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο ποωδών φυτών, μεταξύ των οποίων υπερτερούν ποσοτικά τα αγρωστώδη (λόλιο, πόα, φεστούκη, δακτυλίδα, αγρώστις, φλέως κλπ.) και ακολουθούν πόες των οικογενειών λεγκουμινώδη, λαμπιάτες (χειλανθή), σκιαδανθή, σύνθετα.
Η ποιότητα των φυτικών ειδών που αναπτύσσονται στα λ., καθώς και η επικράτηση της μίας ή της άλλης ομάδας φυτών, εξαρτώνται από τη φύση του εδάφους και το κλίμα· εξαιρούνται τα τεχνητά λ., καθώς εκεί πραγματοποιείται μια πλήρης καλλιέργεια με ένα ή περισσότερα προεπιλεγμένα νομευτικά φυτά. Η εκρίζωση του ποώδους τάπητα μπορεί να γίνει ύστερα από ορισμένα χρόνια (πολυετή λ.) ή μπορεί να πραγματοποιηθούν ετήσιες καλλιέργειες νομευτικών φυτών (μονοετή λ.). Η καλλιέργεια των τεχνητών λ. αποτελεί σπουδαία γεωργική δραστηριότητα. Η χρήση των μεθόδων επιλογής και η εκρίζωση των ζιζανίων ή των ποωδών φυτών μέτριας αξίας είναι εργασίες που ευνοούν τη χλωρίδα των λ. και βελτιώνουν παραγωγικά τις εκτάσεις αυτές.
Τεχνητό λιβάδι μαρτσίτα στη βόρεια Ιταλία. Το σύστημα αυτό της λιβαδοκαλλιέργειας είναι δυνατό και κατά τον χειμώνα, γιατί η θερμοκρασία του νερού της άρδευσης διατηρείται σε επίπεδο ψηλότερο από της ατμόσφαιρας, ενώ η συνεχής αλλαγή νερού εξασφαλίζει μόνιμα οξυγόνο στις ρίζες.
* * *το (AM λιβάδιον, Μ και λιβάδι και λιβάδιν) [λιβάς]νεοελλ.-μσν.1. έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση και η οποία χρησιμοποιείται για παραγωγή χορτονομής ή βόσκεται από τα ζώα (α. «φυσικά λιβάδια» β. «τεχνητά λιβάδια» γ. «προσωρινά λιβάδια»)2. υγρός τόπος3. αβαθής και μικρή λιμνοθάλασσα όπου εκτρέφονται ψάρια, είδος ιχθυοτροφείου4. φρ. «πιάνω λιβάδι» — επιστρέφω στα κτήματα μου (Φορτουν.)αρχ.1. μικρή πηγή («ὀρύττοντες παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐντυγχάνουσι ποτίμοις λιβαδίοις», Πλούτ.)2. μικρό ρυάκι3. το φυτό μικρό κενταύριο.
Dictionary of Greek. 2013.